τουίστ

τουίστ
το, Ν
άκλ. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. twist < ρ. twist «στρίβω», λόγω τής κίνησης τού χορού αυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουίστ — το άκλ. (λ. αγγλ.), χορός που εμφανίστηκε το 1961 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λιν, Ντέιβιντ — (Sir David Lean, Κρόιντον, 1908 – 1991). Βρετανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε να εργάζεται μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν λογιστής. Αργότερα προσελήφθη από την Gaumont Films, στην οποία εργάστηκε σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… …   Dictionary of Greek

  • παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”